Η πρώτη εμπειρία αγάπης κάθε ανθρώπου είναι μέσα από τη ζεστασιά, τη φροντίδα και την αγάπη που λαμβάνει μέσω της επαφής με τη μητέρα, τον πατέρα ή κάποιον άλλο κύριο φροντιστή.
Κατά τη διάρκεια της νηπιακής και της παιδικής ηλικίας, οι συναισθηματικά θερμές εκδηλώσεις από τους γονείς, μας οδηγούν να διαμορφώνουμε στενούς συναισθηματικούς δεσμούς που ονομάζονται προσκόλληση και διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούμε δεσμούς με τους άλλους καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Οι τρυφερές συμπεριφορές όπως το άγγιγμα, το χάδι, το κράτημα, το φιλί και η αγκαλιά μας βοηθούν να αναπτύξουμε το αίσθημα αγάπης και ασφάλειας, παράγοντας έτσι οξυτοκίνη (την "ορμόνη της αγάπης") , η οποία ευθύνεται για το αίσθημα της εγγύτητας με τους άλλους και μας βοηθά να χαλαρώνουμε.
Ο δεσμός με τον κύριο φροντιστή κατά τη βρεφική ηλικία δεν είναι σημαντικός μόνο για την επιβίωσή μας. Μας παρέχει την ασφάλεια και την άνεση που χρειαζόμαστε όταν είμαστε αγχωμένοι ή βρισκόμαστε σε κίνδυνο και προστατεύει την σωματική και ψυχολογική μας ευεξία. Όταν έχουμε βιώσει αυτή την ασφάλεια ως βρέφη, τότε και ως ενήλικες στις συντροφικές μας σχέσεις αισθανόμαστε ασφαλείς και έχουμε συντρόφους που ανταποκρίνονται στα συναισθήματά μας με ανάλογο τρόπο. Από την άλλη, οι άνθρωποι που βίωσαν ανασφάλεια κατά τη βρεφική προσκόλληση, βιώνουν ανασφάλεια, άγχος ή αποφυγή και στις ενήλικες συντροφικές τους σχέσεις. Συνήθως, είτε έρχονται «ασφυκτικά» κοντά στους συντρόφους τους γιατί νιώθουν ότι εκείνοι δεν τους αγαπούν αρκετά, είτε νιώθουν πολύ άβολα όταν δένονται με κάποιο σύντροφο και γι’ αυτό απομακρύνονται από στενές σχέσεις και αποφεύγουν τις μακροχρόνιες.